φαινομενικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που υπάρχει μόνο ως φαινόμενο, που δεν έχει πραγματική υπόσταση, ο απατηλός: Φαινομενική ηρεμία. 2. εξωτερικός, επιφανειακός: Φαινομενική υγεία. 3. πλασματικός, εικονικός: Φαινομενικά ευτυχισμένο αντρόγυνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εικονικός — ή, ό (AM εἰκονικός, ή, όν) ο φαινομενικός και όχι πραγματικός, πλαστός («εικονική πώληση») αρχ. μσν. αυτός που απεικονίζει τη μορφή κάποιου αρχ. αυτός που αναφέρεται σε εικόνες ή χρησιμοποιεί εικόνες («εἰκονικὴ φαντασία», «εἰκονικὸς διάκοσμος») … Dictionary of Greek
νόθος — α, ο, θηλ. και η και ος (ΑΜ νόθος, η, ον, Α θηλ. και ος) 1. αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο 2. κίβδηλος, πλαστός, παραποιημένος, μη γνήσιος (α. «νόθο βάρος» β. «οὐ δεῑ πολίτας παρεμβάλλειν νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένους», Πλάτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek
υποκειμενικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υποκείμενο, αυτός που προβάλλεται ως προσωπική αντίληψη, ανεξάρτητα αν αυτή συμφωνεί με την πραγματικότητα («η γνώμη σου είναι καθαρά υποκειμενική») 2. (κατ επέκτ.) μεροληπτικός, μη αντικειμενικός 3.… … Dictionary of Greek
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek
φαινομενικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού φαινομενικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαινομενικός. Η λ., στον λόγιο τ. φαινομενικότης, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
ψευδοστραβισμός — ο, Ν ιατρ. φαινομενικός στραβισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + στραβισμός. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. pseudostrabisme] … Dictionary of Greek
Αναγνωστική Εταιρεία — Φιλολογική λέσχη στην Κέρκυρα, την οποία ίδρυσε το 1836 ο φιλόσοφος Πέτρος Βραΐλας Αρμένης, μαζί με άλλους λόγιους συμπολίτες του. Η λέσχη είχε βιβλιοθήκη με 5.000 τόμους βιβλίωνκαι πλούσια συλλογή επιστημονικών περιοδικών. Είχε επίσης, αίθουσες… … Dictionary of Greek
εικονικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εικόνα (βλ. λ. 5), που εκφράζεται με εικόνες: Ο Όμηρος μεταχειρίζεται συχνά εικονικές περιγραφές. 2. φαινομενικός, πλασματικός, ψεύτικος, όχι πραγματικός: Στα στρατιωτικά γυμνάσια υπάρχει εικονικός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)