φαινομενικός

φαινομενικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που υπάρχει μόνον κατά το φαινόμενο, δηλαδή αυτός που δεν έχει πραγματική υπόσταση, απατηλός («φαινομενική φιλία»)
2. εξωτερικός, επιφανειακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόμενο. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ι. Μ. Ραπτάρχη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαινομενικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που υπάρχει μόνο ως φαινόμενο, που δεν έχει πραγματική υπόσταση, ο απατηλός: Φαινομενική ηρεμία. 2. εξωτερικός, επιφανειακός: Φαινομενική υγεία. 3. πλασματικός, εικονικός: Φαινομενικά ευτυχισμένο αντρόγυνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εικονικός — ή, ό (AM εἰκονικός, ή, όν) ο φαινομενικός και όχι πραγματικός, πλαστός («εικονική πώληση») αρχ. μσν. αυτός που απεικονίζει τη μορφή κάποιου αρχ. αυτός που αναφέρεται σε εικόνες ή χρησιμοποιεί εικόνες («εἰκονικὴ φαντασία», «εἰκονικὸς διάκοσμος») …   Dictionary of Greek

  • νόθος — α, ο, θηλ. και η και ος (ΑΜ νόθος, η, ον, Α θηλ. και ος) 1. αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο 2. κίβδηλος, πλαστός, παραποιημένος, μη γνήσιος (α. «νόθο βάρος» β. «οὐ δεῑ πολίτας παρεμβάλλειν νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένους», Πλάτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

  • υποκειμενικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υποκείμενο, αυτός που προβάλλεται ως προσωπική αντίληψη, ανεξάρτητα αν αυτή συμφωνεί με την πραγματικότητα («η γνώμη σου είναι καθαρά υποκειμενική») 2. (κατ επέκτ.) μεροληπτικός, μη αντικειμενικός 3.… …   Dictionary of Greek

  • φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β …   Dictionary of Greek

  • φαινομενικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού φαινομενικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαινομενικός. Η λ., στον λόγιο τ. φαινομενικότης, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • ψευδοστραβισμός — ο, Ν ιατρ. φαινομενικός στραβισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + στραβισμός. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. pseudostrabisme] …   Dictionary of Greek

  • Αναγνωστική Εταιρεία — Φιλολογική λέσχη στην Κέρκυρα, την οποία ίδρυσε το 1836 ο φιλόσοφος Πέτρος Βραΐλας Αρμένης, μαζί με άλλους λόγιους συμπολίτες του. Η λέσχη είχε βιβλιοθήκη με 5.000 τόμους βιβλίωνκαι πλούσια συλλογή επιστημονικών περιοδικών. Είχε επίσης, αίθουσες… …   Dictionary of Greek

  • εικονικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εικόνα (βλ. λ. 5), που εκφράζεται με εικόνες: Ο Όμηρος μεταχειρίζεται συχνά εικονικές περιγραφές. 2. φαινομενικός, πλασματικός, ψεύτικος, όχι πραγματικός: Στα στρατιωτικά γυμνάσια υπάρχει εικονικός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”